φέγγρισμα

φέγγρισμα
και φάγγρισμα, το, Ν [φεγγρίζω / φαγγρίζω]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φεγγρίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φέγγρισμα — φέγγρισμα, το και φάγγρισμα, το, ατος 1. η διαφάνεια, η ημιδιαφάνεια: Το φέγγρισμα του χαρτιού. 2. το αδυνάτισμα του σώματος: Απ την πολλή δίαιτα είδες τι φέγγρισμα έχει; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φάγγρισμα — το, Ν βλ. φέγγρισμα …   Dictionary of Greek

  • φάγγρισμα — το, ατος βλ. φέγγρισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”